- σπίδα
- η, Ντο ιοβόλο φίδι ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίδα, με σίγηση τού αρκτικού α-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
PERICHORI Agones — Graece Περίχωροι, dicti sunt Graecis, qui nec sacri erant, nec periodici. Scholiastes Pindari ad Isthmionicas Ode 11. Οὐ γὰρ ἱερὸν ἀγῶνα νενίκηκεν ὁ Α᾿ριςταγόρας, ἀλλὰ περιχώρους, Non enim sacro in Agone victoriam reportavit Aristagoras, sed in… … Hofmann J. Lexicon universale
λέσπιν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλην ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν, οἱ δὲ τὴν νοτεράν, ἄλλος δὲ σπίδα βαθεῑαν οἱ δὲ λόχμην» … Dictionary of Greek